εχεγγυος

εχεγγυος
    ἐχέγγυος
    ἐχ-έγγῠος
    2
    1) служащий залогом, дающий гарантию, являющийся порукой
    

(τινος и πρός или εἴς τι Plut.)

    δόμοι ἐχέγγυοι Eur. — надежный (в качестве убежища) дом;
    τέν πρόσθε δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. — подтверждать (свое) прежнее обещание;
    ζημία ἐ. Thuc. — кара, являющаяся надежным предостережением

    2) заслуживающий доверия, основательный
    

(λόγος Eur.)

    3) получивший твердое обещание, заручившийся гарантией личной неприкосновенности
    

(ἱκέτης Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εχεγγυος" в других словарях:

  • ἐχέγγυος — having given masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… …   Dictionary of Greek

  • εχέγγυος — α, ο 1. αυτός που μπορεί να εγγυηθεί αξιόπιστος, φερέγγυος. 2. το ουδ. ως ουσ., εχέγγυο αυτό που δίνεται για ασφάλεια: Έχει όλα τα εχέγγυα του ικανού επιχειρηματία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐχεγγυώτερον — ἐχέγγυος having given masc acc comp sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc comp sg ἐχέγγυος having given adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγυωτέρων — ἐχέγγυος having given fem gen comp pl ἐχέγγυος having given masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγυώτατον — ἐχέγγυος having given masc acc superl sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγύως — ἐχέγγυος having given adverbial ἐχέγγυος having given masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέγγυον — ἐχέγγυος having given masc/fem acc sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγυωτάτη — ἐχέγγυος having given fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγυωτέρους — ἐχέγγυος having given masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγγυώταται — ἐχέγγυος having given fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»